Ἀχίλλεια

Ἀχίλλεια
Ἀχίλλειος
of Achilles
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἀχιλλεία — Ἀχιλλείᾱ , Ἀχίλλειος of Achilles fem nom/voc/acc dual Ἀχιλλείᾱ , Ἀχίλλειος of Achilles fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αχίλλεια — Πολυετής πόα της οικογένειας των συνθέτων. Επιστημονικά ονομάζεται α. η χιλιόφυλλη. Κοινό είδος της ελληνικής χλωρίδας, φυτρώνει πολλές φορές, με τον χαρακτήρα του ζιζανίου, στους αγρούς, τις βοσκές και κατά μήκος των δρόμων. Ελαφρώς εύοσμη, έχει …   Dictionary of Greek

  • Ἀχιλλείαν — Ἀχιλλείᾱν , Ἀχίλλειος of Achilles fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Achilles — Achilleus redirects here. For the emperor with this name, see Achilleus (emperor). For other uses, see Achilles (disambiguation). In Greek mythology, Achilles (also Akhilleus or Achilleus; Ancient Greek: polytonic|Ἀχιλλεύς) was a Greek hero of… …   Wikipedia

  • ЛЕВКА —     I.    • Leuca,          τὰ Λευκά, η. Capo di Leuca, мыс в Калабрии, в южной части которого находился город того же имени (н. St. Maria di Leuca). Здесь был источник зловонной воды, происхождение которого объясняли тем, что в этом месте Иракл …   Реальный словарь классических древностей

  • ЛЕВКА —     I.    • Leuca,          τὰ Λευκά, η. Capo di Leuca, мыс в Калабрии, в южной части которого находился город того же имени (н. St. Maria di Leuca). Здесь был источник зловонной воды, происхождение которого объясняли тем, что в этом месте Иракл …   Реальный словарь классических древностей

  • Килия — Город Килия укр. Кілія Герб …   Википедия

  • αχίλλειος — (3ος–4ος αι. μ.Χ.). Πρώτος επίσκοπος και πολιούχος άγιος της Λάρισας. Έζησε στα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου και πήρε μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο. Η μνήμη του τιμάται στις 15 Μαΐου. * * * ο (AM Ἀχίλλειος, α, ον, Α και Ἀχιλλέϊος και Ἀχιλλήιος,… …   Dictionary of Greek

  • μυριόμορφος — μυριόμορφος, ον (Α) 1. (για τον Διόνυσο και για τον Απόλλωνα) αυτός που έχει ή που παίρνει αναρίθμητες μορφές 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυριόμορφον το φυτό αχίλλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + μορφος (< μορφή)] …   Dictionary of Greek

  • στρατιώτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. στρατιωτίνα Ν θηλ. στρατιῶτις, ώτιδος, ΜΑ απλός πολίτης που υπηρετεί στον Στρατό Ξηράς νεοελλ. 1. (ειδικά) α) οπλίτης που δεν έχει κανένα βαθμό β) (με ευρεία έννοια) κάθε μέλος τού στρατού με οποιονδήποτε βαθμό, ο στρατιωτικός 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”